- ενδοπλανητικό μέσο
- (Αστρον.). Η ύλη που περιέχεται στο ηλιακό σύστημα στον χώρο μεταξύ των πλανητών. Ο χώρος αυτός είναι γεμάτος από αραιό ιονισμένο αέριο (ηλιακός άνεμος), που απομακρύνεται από τον ήλιο με υπερηχητικές ταχύτητες. Στο αέριο αυτό είναι ενσωματωμένο το μαγνητικό πεδίο του Ήλιου που έχει μορφή έλικας, εξαιτίας της περιστροφής του Ήλιου (το πεδίο αυτό λέγεται συχνά ενδοπλανητικό μαγνητικό πεδίο). Στην περιοχή της Γης το ε.μ. έχει πυκνότητα περίπου 8 ατόμων ανά κ. εκ., ταχύτητα 300-400 Kms-1 και πυκνότητα μαγνητικής ροής περίπου 5x10-5 gauss (5x10-9 tesla). Η Γη κινείται με υπερηχητική ταχύτητα σε σχέση με το ε.μ. και δημιουργεί ένα μέτωπο κρούσης παρόμοιο με αυτό που δημιουργεί ένα πλοίο στην επιφάνεια της θάλασσας. Διάφορες ανωμαλίες στην πυκνότητα του ηλιακού ανέμου δημιουργούν τυχαίες διακυμάνσεις του πλάτους των σωμάτων από διάφορες μικρές ραδιοπηγές που παρατηρούνται μέσα από το ε.μ.
Dictionary of Greek. 2013.